Επίτευξη αειφορίας της κτηνοτροφίας στα ψηλά βουνά υπό την κλιματική αλλαγή
Το ερευνητικό έργο LIVEMOUNT “Επίτευξη αειφορίας της κτηνοτροφίας στα ψηλά βουνά υπό την κλιματική αλλαγή” επιλέχτηκε για «ΒΑΣΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ» (Οριζόντια υποστήριξη για όλες τις Επιστήμες), στα πλαίσια του Ελλάδα 2.0 – Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, και χρηματοδοτείται μέσω του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας & Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ).
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η αντιμετώπιση μεγάλων περιβαλλοντικών προκλήσεων μπορεί να επιτευχθεί επιτυχώς στα πλαίσια μιας διεπιστημονικής και δικτυωμένης προσέγγισης (nexus approach). Στο έργο LIVEMOUNT εισάγουμε τη δικτυωμένη προσέγγιση «βιοποικιλότητα-βόσκηση-κλιματική αλλαγή» με στόχο την επίτευξη αειφορίας στην κτηνοτροφική χρήση της πρωτογενούς παραγωγικότητας των λιβαδιών των υψηλών ορέων.
Η εκτατική κτηνοτροφία είναι ένας από τους βασικούς τομείς παροχής τροφίμων παγκοσμίως, επηρεάζοντας το ένα τέταρτο της επιφάνειας της γης, ιδιαίτερα τα οικοσυστήματα των λιβαδιών. Παράλληλα ωστόσο, ασκεί αυξανόμενες πιέσεις στους φυσικούς πόρους και συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη, ως πηγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Επιπλέον, η μη αειφορική βόσκηση μπορεί να μειώσει τον πλούτο των ειδών και τη λειτουργική ποικιλομορφία ιδιαίτερα των οικοσυστημάτων των ξηρών λιβαδιών. Αυτή η υποβάθμιση συνδέεται άμεσα με τη μείωση της πολυλειτουργικότητας των λιβαδικών οικοσυστημάτων, η οποία ορίζεται ως η ικανότητά τους να παρέχουν πολλαπλές οικοσυστημικές λειτουργίες (ecosystem functions) που στηρίζουν πολλαπλές οικοσυστημικές υπηρεσίες (ecosystem services). Η δυνατότητα των ποολίβαδων ως βοσκότοπων να υποστηρίζουν, μέσω της πρωτογενούς παραγωγικότητάς τους, την παραγωγή τροφίμων (κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα) και να λειτουργούν ως αποθήκες άνθρακα σταδιακά μειώνεται λόγω των αρνητικών αθροιστικών επιπτώσεων της μη αειφορικής βόσκησης και της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί επίσης να επηρεάσει την οικονομική βιωσιμότητα του κτηνοτροφικού τομέα είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω της απώλειας βιοποικιλότητας και των αλλαγών της λειτουργικότητας των λιβαδικών οικοσυστημάτων. Το έργο LIVEMOUNT εισάγει το nexus βιοποικιλότητας-βόσκησης-κλιματικής αλλαγής, προσβλέποντας στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και της παροχής οικοσυστημικών υπηρεσιών, διασφαλίζοντας παράλληλα τη βιωσιμότητα της κτηνοτροφίας σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής. Στο LIVEMOUNT εμπλέκονται επιστημονικές πρωτοβουλίες αιχμής και τίθενται τέσσερις διακριτοί στόχοι:
- Εκτίμηση του αντίκτυπου της βόσκησης στις ορεινές κοινότητες φυτών και εντόμων που βρίσκονται υπό υδατική καταπόνηση (ταξονομική προσέγγιση).
- Διερεύνηση των υποκείμενων μηχανισμών που επηρεάζουν τη λειτουργία του οικοσυστήματος σε ορεινά λιβάδια (λειτουργική προσέγγιση).
- Συνδυασμός των δύο προσεγγίσεων (ταξονομική και λειτουργική) για την κατάθεση προτάσεων στρατηγικής για την προσαρμογή της κτηνοτροφίας στην κλιματική αλλαγή και τη σύνδεση αυτών με τις πολιτικές και τις πρακτικές διατήρησης της εύρυθμης λειτουργίας των οικοσυστημάτων.
- Μεγιστοποίηση του επιστημονικού και κοινωνικού αντίκτυπου του έργου.
Ως περιοχή έρευνας επελέγησαν 32 sites σε 7 ορεινούς όγκους της οροσειράς της Πίνδου και σε υψόμετρα μεγαλύτερα από 1470 m. Οι επιλεγόμενες περιοχές
προστατεύονται από το δίκτυο Natura 2000: Σμόλικας (GR2130002), Τύμφη (GR2130009), Μιτσικέλι (GR2130008), Λάκμος (GR2130007), Αθαμανικά (GR2110002), Οίτη (GR2440002) και Παρνασσός (GR2450005).
Στα πλαίσια του έργου προβλέφθηκαν δράσεις
(α) Πεδίου: Συλλογή στοιχείων υπαίθρου και συγκεκριμένα δεδομένων πρωτογενούς παραγωγικότητας λιβαδιών, φυτοκοινωνιολογικού χαρακτήρα, βιοποικιλότητας των taxa-δεικτών (Λεπιδόπτερα, Ορθόπτερα, χλωριδικών στοιχείων), παραμέτρων μικροενδιαιτήματος, ενώ
επιπλέον θα μελετηθούν τα λειτουργικά χαρακτηριστικά, η οικοφυσιολογική προσαρμογή και η αντίσταση σε προσβολές των κυρίαρχων χλωριδικών στοιχείων των
λιβαδιών.
(β) Εργαστηρίου: Επεξεργασία δειγμάτων (α) εδάφους για τον προσδιορισμό των φυσικοχημικών ιδιοτήτων των εδαφών των 33 sites, (β) φυτικών ειδών για την
περιγραφή των λειτουργικών τους χαρακτηριστικών, (γ) δειγμάτων βοσκήσιμης ύλης για τον υπολογισμό της βοσκοϊκανότητας των sites.
(γ) Κοινωνικής έρευνας: Συλλογή στοιχείων μεταξύ άλλων για την αποτύπωση της κοινωνικής διάστασης της ασκούμενης εκτατικής κτηνοτροφίας
στις επιλεγόμενες περιοχές, των συνηθειών βόσκησης, της βοσκοφόρτωσης, και των προτάσεων βελτίωσης της κτηνοτροφικής δραστηριότητας εκ μέρους των κτηνοτρόφων.
(δ) Στατιστικής έρευνας: Συλλογή στοιχείων από τις Εθνικές Βάσεις Δεδομένων σχετικών με την κτηνοτροφική δραστηριότητα που ασκείται στη χώρα, για την κατάρτιση στρατηγικών υποστήριξης της δραστηριότητας στις ορεινές περιοχές της χώρας, στη βάση των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας.
Το έργο ξεκίνησε στις 01/02/2024 και θα διαρκέσει μέχρι 31/12/2025. Κατά το πρώτο έτος έχουν ληφθεί δεδομένα υπαίθρου, κοινωνικής έρευνας και έχουν δρομολογηθεί οι εργαστηριακές αναλύσεις.
Το έργο συντονίζεται από την Καθηγήτρια κ. Βασιλική Κατή, του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων και συμμετέχουν ερευνητές των Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Θεσσαλίας, Πατρών και Γεωπονικού Αθηνών. Εκ μέρους του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας συμμετέχουν οι καθηγητές του Τμήματος Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού (ΔΕΞΥΣ) κ.κ. Μιχάλης Βραχνάκης και Ιωάννης Καζόγλου, ο υποψήφιος διδάκτορας κ. Δημήτριος Οικονόμου και η μεταπτυχιακή φοιτήτρια κ. Πηνελόπη Αλεξάκη. Συνεργάζεται επίσης ο Καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας – Αγροτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Νικόλαος Γκουγκουλιάς. Στα πλαίσια του έργου προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές του Τμήματος ΔΕΞΥΣ εκπονούν τις διπλωματικές τους εργασίες.